φωνενδοσκοπώ

φωνενδοσκοπώ
-έω, Ν
ιατρ. διενεργώ εξέταση με τη χρήση φωνενδοσκοπίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ενδοσκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνενδοσκόπηση — ή φωνενδοσκοπία, η, Ν ιατρ. ακρόαση με επίκρουση, που γίνεται με τη βοήθεια φωνενδοσκοπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνενδοσκόπιο, μέσω ενός ρ. φωνενδοσκοπώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωνενδοσκόπησις, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”